- ἀποτόρνωσις
- ἀποτόρν-ωσις, εως, ἡ,A rounding off as by the lathe, Heliod. ap. Orib.49.7.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποτορνώσει — ἀποτόρνωσις rounding off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτορνώσεϊ , ἀποτόρνωσις rounding off fem dat sg (epic) ἀποτόρνωσις rounding off fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορνώσεις — ἀποτόρνωσις rounding off fem nom/voc pl (attic epic) ἀποτόρνωσις rounding off fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορνώσεσι — ἀποτόρνωσις rounding off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορνώσεσιν — ἀποτόρνωσις rounding off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)